- σκοτιαίος
- -αία, -ον, Αβλ. σκοταῑος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοτιαίῳ — σκοτιαῖος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοταίος — και σκοτιαῑος, αία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο σκοτάδι (α. «ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῑν τὸ πεδίον», Ξεν. β. «ἐνέδρας δὲ δεδιὼς σκοταίους», Πλούτ.) 2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια τής νύχτας, πριν από … Dictionary of Greek